χρυσόβεργα

χρυσόβεργα
η, Ν
1. χρυσή βέργα
2. βοτ. κοινή ονομασία φυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόβεργα — η 1. βέργα από χρυσό. 2. είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”